- ντισγκράτσια
- και δισγράτσια, η (Μ ντισγκράτσια και ντεσγράτσια)δυστυχία, ατυχία, συμφορά.[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. disgrazia «δυστυχία, ατυχία». Ο τ. ντεσγράτσια < βεν. desgrazia].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ντεσγράτσια — ντεσγράτσια, ἡ (Μ) βλ. ντισγκράτσια … Dictionary of Greek
Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… … Dictionary of Greek